υοειδής

υοειδής
-ές / ὑοειδής, -ές, ΝΑ
1. αυτός που έχει το σχήμα τού γράμματος Υ
2. φρ. «υοειδὲς οστό» και «ὑοειδές ὀστοῡν» — μικρό οστό που έχει σχήμα ύψιλον ανοιχτού προς τα πίσω και το οποίο βρίσκεται, ασύνδετο με τον υπόλοιπο σκελετό, στη βάση τής γλώσσας επάνω από τον λάρυγγα
νεοελλ.
φρ. α) «υοειδές στέλεχος»
(μηχανολ.) στέλεχος που έχει περίπου το σχήμα τού γράμματος Υ και αποτελεί εξάρτημα τού γρύλλου
β) «υοειδές τόξο»
i) (συγκρ. ανατ.) το δεύτερο από τα σπλαγχικά τόξα τών σπονδυλοζώων, που βρίσκεται πίσω από το γναθικό τόξο
ii) ανατ. το δεύτερο από τα βραγχιακά τόξα, που εμφανίζεται νωρίς κατά την ανάπτυξη τού εμβρύου τού ανθρώπου και από το οποίο σχηματίζεται εν μέρει το πλευρικό και το πρόσθιο τμήμα τού λαιμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (ψιλον) + -ειδής*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ὑοειδεῖ — ὑ̱οειδεῖ , ὑοειδής shaped like the letter masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ὑ̱οειδεῖ , ὑοειδής shaped like the letter masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑοειδές — ὑ̱οειδές , ὑοειδής shaped like the letter masc/fem voc sg ὑ̱οειδές , ὑοειδής shaped like the letter neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Hioides — (Del gr. hyoeides, hioides.) ► adjetivo/ sustantivo masculino ANATOMÍA Se aplica al hueso flotante situado debajo de la lengua y encima de la laringe. IRREG. plural hioides * * * hioides (del gr. «hyoeidḗs», de forma de ípsilon) adj. y n. m. Anat …   Enciclopedia Universal

  • -ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… …   Dictionary of Greek

  • θυρεοϋοειδής — ές ανατ. αυτός που έχει σχέση με τον θυρεοειδή χόνδρο και με το υοειδές οστό («θυρεοϋοειδής μυς» μυς τού τραχήλου που βρίσκεται κάτω από το υοειδές οστό και τό συνδέει με τον θυρεοειδή χόνδρο). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thyrohyoid <… …   Dictionary of Greek

  • υποβραγχιακός — ή, ό, Ν 1. (συγκρ. ανατ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κατώτερο ή στο τέταρτο τμήμα ενός βραγχιακού τόξου 2. φρ. α) «υποβραγχιακός χώρος» (συγκρ. ανατ.) ο χώρος κάτω από τα βράγχια στα δεκάποδα καρκινοειδή β) «υποβραγχιακοί μύες» (συγκρ.… …   Dictionary of Greek

  • υποϋοειδής — ές, Ν ανατ. αυτός που βρίσκεται κάτω από το υοειδές οστό τού λάρυγγα («υποϋοειδείς μύες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + υοειδής] …   Dictionary of Greek

  • ωμοϋοειδής — ές, Ν φρ. «ωμοϋοειδής μυς» ανατ. μυς που εκτείνεται λοξά στο πλάγιο τού λαιμού, μεταξύ ωμοπλάτης και υοειδούς οστού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ώμος + υοειδής] …   Dictionary of Greek

  • ὑοειδοῦς — ὑ̱οειδοῦς , ὑοειδής shaped like the letter masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑοειδῶς — ὑ̱οειδῶς , ὑοειδής shaped like the letter adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”